Online storage (άμεση πρόσβαση δεδομένων)
Στην κατηγορία αυτή συγκαταλέγονται οι λύσεις τεχνικομηχανικού εξοπλισμού, των οποίων ο χρόνος πρόσβασης στην αποθηκευμένη πληροφορία δεν ξεπερνά το δευτερόλεπτο. Τέτοιες λύσεις ικανοποιούν εφαρμογές στις οποίες απαιτείται συνεχόμενη πρόσβαση σε δεδομένα ακόμα και από μεγάλο πλήθος χρηστών, όπως για παράδειγμα είναι η έντονη δραστηριότητα σε βάσεις δεδομένων και τα συχνά προσπελάσιμα αρχεία σε δίκτυα πολυάριθμων χρηστών.
Οι πιο διαδεδομένες συσκευές της κατηγορίας αυτής είναι οι μαγνητικοί σκληροί δίσκοι, οι οποίοι οργανωμένοι σε συστοιχίες παρέχουν ευμεγέθεις και άμεσα προσβάσιμους αποθηκευτικούς χώρους. Τέτοιες συστοιχίες μαγνητικών σκληρών δίσκων, οι αποκαλούμενες RAID (Redundant Array of Independent Disks), προσφέρουν αποθηκευτικό χώρο της τάξεως των εκατοντάδων Gigabytes (1 Gigabyte = περίπου 1000 Megabyte) με τις κορυφαίες προτάσεις να ξεπερνούν τα 100 Terabytes (1 Terabyte = περίπου 1000 Gigabyte) χωρητικότητας. Επιτρέπουν την ταχύτατη πρόσβαση των δεδομένων για ανάγνωση και εγγραφή, που μετράται σε λίγες δεκάδες χιλιοστών του δευτερολέπτου και αναλόγως των αναγκών μπορούν να προσφέρουν μέγιστη διαμεταγωγή ή μέγιστη ασφάλεια δεδομένων, επιλέγοντας την ανάλογη μέθοδο συναρμογής των δίσκων τους.
Εικόνα 115. Συστοιχίες μαγνητικών σκληρών δίσκων των 2 και 32 terabytes
Αυτή η λύση αποθήκευσης συγκαταλέγεται σε μια από τις πιο ακριβές της αγοράς και συνάμα σε μια από τις γρηγορότερες. Συνιστάται σε περιπτώσεις όπου η ταχύτητα πρόσβασης, εγγραφής και ανάγνωσης των δεδομένων είναι «ζωτικής» σημασίας και απαιτείται από περισσότερους του ενός χρήστες ταυτόχρονα (π.χ. εξυπηρετητές εταιρικών βάσεων δεδομένων, Internet κλπ.).
Μια δεύτερη λύση γρήγορης πρόσβασης σε αποθηκευμένες πληροφορίες, είναι οι συστοιχίες συσκευών ανάγνωσης οπτικών δίσκων (CD / DVD towers). Με χρόνο πρόσβασης αρκετά μεγαλύτερο από τον αντίστοιχο των συστοιχιών σκληρών δίσκων, οι συστοιχίες οπτικών δίσκων ήταν κάποτε από τις πιο συμφέρουσες λύσεις για τη γρήγορη διάθεση μεγάλου όγκου αποθηκευμένων πληροφοριών. Ωστόσο, η ανοδική πορεία της χωρητικότητας των μαγνητικών σκληρών δίσκων, συνοδευόμενη από τη δραματική μείωση των τιμών τους, γεγονότα που οφείλονται στον καλύτερο λόγο χωρητικότητας δεδομένων ανά τετραγωνικό εκατοστό (Gigabytes/cm2) των μαγνητικών σκληρών δίσκων, κατέστησαν τις συστοιχίες συσκευών ανάγνωσης οπτικών δίσκων (CD / DVD towers) ασύμφορες και τις περιόρισαν στο φάσμα των ιδικών εφαρμογών, όπου η χρήση τους είναι λύση αναγκαστική και όχι ανταγωνιστική. Εντούτοις, το μέλλων των συστοιχιών συσκευών ανάγνωσης οπτικών δίσκων διαγράφετε λιγότερο παρασκηνιακό. Σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις στον τομέα των οπτικών δίσκων, αλλά και των φυσικών εμποδίων που εμφανίζονται με την παρούσα τεχνολογία των μαγνητικών σκληρών δίσκων, η διαφορά στη χωρητικότητα δεδομένων ανά τετραγωνικό εκατοστό μεταξύ οπτικών και μαγνητικών δίσκων θα αρχίσει να συγκλίνει και πάλι.
Ιδιαιτερότητα των συστοιχιών συσκευών ανάγνωσης οπτικών δίσκων (CD / DVD towers) είναι πως χρησιμοποιούνται μόνο για την ανάγνωση προ-αποθηκευμένων πληροφοριών και όχι για τη συνεχή εγγραφή και ανάγνωση δεδομένων, αφού οι οπτική οδηγοί δίσκων (CD – ROM / DVD – ROM) δεν προσφέρουν τη δυνατότητα εγγραφής. Σε αυτή την περίπτωση η ασφάλεια των δεδομένων από διαγραφή, είτε λόγω λανθασμένου χειρισμού ή είτε λόγω εσφαλμένης λειτουργίας του συστήματος, είναι εγγυημένη. Υπάρχουν αντίστοιχες συσκευές που επιτρέπουν την εγγραφή σε οπτικούς ή μαγνητο-οπτικούς δίσκους όπως επίσης και την επανεγγραφή τους. Ωστόσο, λόγω της αργής αλλά και ιδιότροπης διαδικασίας εγγραφής και διαγραφής των επανεγγράψιμων δίσκων, οι συσκευές αυτές χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις μαζικής παραγωγής αντιγράφων, ή για την τακτική εφεδρική αποθήκευση πληροφορίας, παρά για συχνή και γρήγορη εγγραφή και διαγραφή δεδομένων.
Εικόνα 116. DVD Tower
Η ταχύτητα προσπέλασης δεδομένων των συσκευών ανάγνωσης και εγγραφής οπτικών δίσκων, είναι κατά πολύ μικρότερη από αυτή των σκληρών δίσκων και εκτιμάται σε πολλές δεκάδες χιλιοστών του δευτερολέπτου. Τέτοιες συσκευές χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ανάγκη πρόσβασης σε αρχειακό υλικό το οποίο παραμένει αμετάλλακτο (π.χ. αρχεία ιατρικών εικόνων, εγγράφων, βιβλιοθήκες κλπ.) ή απαιτείτε πρόσβαση, από μεγάλο αριθμό χρηστών, σε πληροφορία που είναι ήδη αποθηκευμένη σε οπτικούς δίσκους (CD/DVD) και απαγορεύεται η αντιγραφή της λόγω δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.
Για εφαρμογές όπου η αξιοπιστία και η ταχύτητα στην προσπέλαση και μεταφορά των δεδομένων επιβάλλονται από πολύ μεγάλο αριθμό χρηστών, υπάρχει η λύση των στερεής κατάστασης αποθηκευτικών συσκευών (Solid State Devices). Αυτές οι συσκευές βασίζονται στην τεχνολογία ημιαγωγών και αποθηκεύουν την πληροφορία εξ’ολοκλήρου ηλεκτρονικά σε μικροτσίπ μνήμης, χωρίς να παρεμβάλλονται αργά και αναξιόπιστα μηχανικά υποσυστήματα, όπως γίνετε στην περίπτωση των μαγνητικών ή οπτικών δίσκων και μαγνητικών ταινιών. Έτσι επιτυγχάνετε ταχύτατη μεταφορά δεδομένων, που σε μερικές περιπτώσεις φτάνει τις χιλιάδες των Megabytes ανά δευτερόλεπτο, αλλά και ταχύτατη πρόσβαση στα δεδομένα, εκτιμώμενη σε μερικές δεκάδες νανοδευτερόλεπτα.
Οι συσκευές αυτές βασίζονται σε δύο διαφορετικές τεχνολογίες μνήμης, τις ασταθείς μνήμες και τις μη ασταθείς. Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο κεφάλαιο, η πρώτη κατηγορία μνήμης απαιτεί συνεχόμενη τροφοδοσία ηλεκτρικής ενέργειας για τη διατήρηση των δεδομένων της, ενώ η δεύτερη απαιτεί ηλεκτρική ενέργεια μόνο κατά την εγγραφή, διαγραφή και ανάγνωση των δεδομένων. Συνεπώς, για την εφεδρική αποθήκευση των δεδομένων οι συσκευές που χρησιμοποιούν ασταθή μνήμη συνοδεύονται από υποσυστήματα ασφαλείας, όπως μπαταρίες και σκληρούς δίσκους. Χάρις των υποσυστημάτων αυτών, σε ενδεχόμενη διακοπή στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, ο κίνδυνος να χαθούν πολύτιμα δεδομένα εξαφανίζεται. Ωστόσο το κόστος τους συμβάλει στην αύξηση του ήδη μεγάλου κόστους της κύριας αποθηκευτικής συσκευής. Αντιθέτως, η συσκευές που κάνουν χρήση μη ασταθούς μνήμης, σε περίπτωση διακοπής της παρεχόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, μπορούν να διατηρήσουν τις αποθηκευμένες πληροφορίες για μερικά χρόνια, χωρίς να απαιτούνται ειδικά υποσυστήματα εφεδρείας. Ωστόσο η κύρια διαφορά που καθορίζει την επιλογή μεταξύ των δύο τύπων, είναι η ταχύτητα μεταφοράς των δεδομένων, η οποία για την πρώτη κατηγορία κυμαίνεται από μερικές εκατοντάδες μέχρι και δύο με τρεις χιλιάδες Megabytes ανά δευτερόλεπτο, ενώ για τη δεύτερη, στις περισσότερες περιπτώσεις με τα βίας ξεπερνά τα 40 με 70 Megabytes ανά δευτερόλεπτο, όπως επίσης και ο περιορισμός της παρούσας τεχνολογίας μη ασταθούς μνήμης να γράφεται και να σβήνεται για πεπερασμένο αριθμό φορών, ο οποίος συνήθως κυμαίνεται μεταξύ μερικών εκατοντάδων χιλιάδων και μερικών εκατομμυρίων κύκλων εγγραφής ή διαγραφής. Οι υπερβολικές επιδόσεις των συσκευών που βασίζονται σε ολοκληρωμένα (μικροτσίπ) ασταθούς μνήμης, τις καθιστούν ιδανικές για εφαρμογές υψηλών επιδόσεων, όπως για παράδειγμα σε κέντρα υπερυπολογιστών, όπου χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση τεράστιων συνόλων δεδομένων, τα οποία επεξεργάζονται ταυτόχρονα από πολλούς ανεξάρτητους ηλεκτρονικού υπολογιστές - επεξεργαστές. Η λύση της αποθήκευσης σε μη ασταθή μνήμη, λόγω των χαμηλών αναγκών της σε ηλεκτρική ενέργεια αλλά και της ανθεκτικότητάς της στις βίαιες επιταχύνσεις (π.χ. χτυπήματα και κραδασμοί), χρησιμοποιείται κατά κόρων σε εφαρμογές αποθήκευσης δεδομένων σε φορητές συσκευές που λειτουργούν με μπαταρίες. Τέτοιες εφαρμογές είναι από την αποθήκευση φωτογραφιών σε ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές μέχρι και την αποθήκευση δεδομένων σε μαύρα κουτιά αεροσκαφών.
Εικόνα 117. Αποθηκευτικές συσκευές στερεής κατάστασης ασταθής και μη ασταθής μνήμης.
Στο άμεσο μέλλον η τεχνολογία μας επιφυλάσσει εκπληκτικές εξελίξεις όσον αφορά το θέμα τις γρήγορης αποθήκευσης και ανάκτησης ψηφιακής πληροφορίας. Μέσω της ολογραφικής αποθήκευσης, καθώς και άλλων καινοτόμων τεχνολογιών, η αύξηση στη χωρητικότητα και στην ταχύτητα μεταφοράς των δεδομένων θα είναι δραματική. Βάση ερευνών, εικάζεται πως συσκευές που θα γράφουν και θα διαβάζουν οπτικά δισκάκια των 100 Gigabyte με ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη των 100 Megabyte ανά δευτερόλεπτο δεν θα αργήσουν να κάνουν την εμφάνισή τους.