02/12/2007
Κάστρο Διδυμοτείχου
Η βυζαντινή πόλη-κάστρο του Διδυμοτείχου, στο λόφο του Καλέ , στο δυτικό άκρο της πόλης οριοθετείται από τα εκτεταμένα τείχη της πόλης. Το κάστρο του Διδυμοτείχου υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα της βυζαντινής Θράκης. Η στρατηγική σημασία της πόλης-κάστρου και το γεγονός ότι αποτελούσε ισχυρό αμυντικό προγεφύρωμα, για όσους επιβουλεύονταν την Κωνσταντινούπολη, αλλά και η φήμη που είχε αποκτήσει το Διδυμότειχο ως τόπος εξορίας και φυλακής των συνωμοτών του Βυζαντίου ήταν οι αιτίες που το κάστρο του διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια των αιώνων. Η εξέχουσα αυτή σημασία της πόλης σημειώνεται από βυζαντινούς αλλά και ξένους συγγραφείς, όπως ο Γάλλος Γοδεφρείδος Βιλλαρδουϊνος ο οποίος στα 1205 αναφέρει ότι το Διδυμότειχο ήταν «η ισχυρότερη και μία από τις πλουσιότερες πόλεις» της Ρωμανίας (της αυτοκρατορίας).
Το κάστρο δοκιμάστηκε από πολύχρονες και σκληρές πολιορκίες και κατά καιρούς υπέστη φοβερές καταστροφές, όπως από τον Βούλγαρο τσάρο Καλογιάννη το 1206, αλλά και από τους Σταυροφόρους, που τελικά το κατέλαβαν.
Ο τρόπος οικοδόμησης των τειχών με λαξευτούς ογκόλιθους, μαρτυρά ότι το κάστρο κατασκευάστηκε πολύ πριν από τα βυζαντινά χρόνια. Σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο, τα τείχη του Διδυμοτείχου, όπως και της Πλωτινόπολης, ανακατασκευάσθηκαν και ενισχύθηκαν επί Ιουστινιανού και αργότερα επί Κωνσταντίνου Ε' το 751. Σημαντική ήταν, τέλος και η ανακατασκευή και ενίσχυσή τους το 1303 από τον πρωτομάστορα Κωνσταντίνο Ταρχανειώτη.
Οι δύο κεντρικές πύλες του Διδυμοτείχου, γνωστές ως Καλέπορτες, πλαισιώνονται από πεντάπλευρους πύργους, οι οποίοι χρονολογούνται στην εποχή του Ιουστινιανού. Η Δυτική πύλη, προς την πλευρά του Ερυθροπόταμου, σώζεται ολόκληρη και φέρει μικρότερη πύλη δίπλα σε πύργο με οξυκόρυφα αψιδώματα και προαύλιο που απέκτησε στα πρώιμα οθωμανικά χρόνια.
Στα χρόνια του οθωμανικού ζυγού το κάστρο του Διδυμοτείχου δε συντηρήθηκε επαρκώς, ενώ κατά τη διάρκεια των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων υπέστη μεγάλες καταστροφές από ποικίλους επιδρομείς, αλλά και από τους Ρώσους που κατέλαβαν το Διδυμότειχο, κατά τους δύο ρωσοτουρκικούς πολέμους το 1829 και το 1878.
Σήμερα το κάστρο διατηρείται στο μεγαλύτερο μήκος του, με τους 24 πύργους του, κάποιοι από τους οποίους φέρουν μονογράμματα βυζαντινών προσωπικοτήτων ή διακοσμητικά και συμβολικά μοτίβα. Το τείχος έχει συντηρηθεί και έχουν γίνει ανακατασκευές στα μεταπύργια διαστήματα: έχουν αφαιρεθεί σαθρά τμήματα της τοιχοποιίας και έχουν συμπληρωθεί τα κενά από τους κατά καιρούς πεσμένους λίθους με όμοια οικοδομικά υλικά και αρμολογήματα. Η οχύρωση διατηρείται σε καλή κατάσταση χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και το κάστρο έχει αναδειχθεί σημαντικά με τη διαμόρφωση των πρανών έξω από το τείχος, ενώ διενεργείται συστηματικός καθαρισμός.
Το κάστρο των Διδύμων Τειχών, συνοδεύεται με θρύλους, όπως αυτός με τις Σαράντα Κάμαρες, που βρίσκονται σε δαιδαλώδη διάταξη μέσα στον βράχο πάνω στον οποίο είναι κτισμένο στο κάστρο. Στην πραγματικότητα, το κάστρο διαθέτει δεκάδες λαξευτών σπηλαίων, που χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες ή δεξαμενές νερού ή καταφύγια.
Ένας άλλος θρύλος θέλει, το άπαρτο κάστρο του Διδυμοτείχου να πέφτει στους Τούρκους από "μπαμπεσιά" και την υπεύθυνη "βασιλοπούλα" να πέφτει από τον γωνιακό νοτιοανατολικό πύργο με το άσπρο άλογό της και να αυτοκτονεί.
Βιβλιογραφία:
Μπακιρτζής Χ., (1994). Βυζαντινή Θράκη, στο Θράκη, Γενική Γραμματεία Περιφέρειας Ανατ. Μακεδονίας – Θράκης, σελ. 202-206.
|